- ευμορφοκαμωμένος
- η , ο1) красиво сделанный, изящный (о вещах); 2) хорошо сложённый (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευμορφοκαμωμένος — η, ο και ομορφοκαμωμένος (Μ εὐμορφοκαμωμένος, η, ον και ὀμορφοκαμωμένος, η, ον και ὀμορφοκάμωτος, η, ο) 1. ωραίος στο σώμα και στη μορφή 2. (για πράγματα) κατασκευασμένος με τέχνη, με επιτυχία, καλοφτιαγμένος … Dictionary of Greek